- γάρμπο
- και γάρμπος, τοη κομψότητα, η χάρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. garbo «κομψότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάρμπο — γάρμπο, το και γάρμπος, ο (λ. ιταλ.), κομψότητα, χάρη: Βαδίζει με γάρμπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαρμπάτος — η, ο και γαρμπερός, ή ό ο κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαρμπάτος < γάρμπο ή < ιταλ. garbato «κομψός» και ο τ. γαρμπερός < γάρμπο] … Dictionary of Greek
άγαρμπος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συμμετρικές αναλογίες, άκομψος, ασουλούπωτος 2. αγροίκος, άξεστος, άχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γάρμπο(ς), το < ιταλ. garbo (= χάρη, ευγένεια)] … Dictionary of Greek